- μασσαλιωτικός
- -ή, -ό (Α μασσαλιωτικός, -ή, -όν) [Μασσαλιώτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μασσαλία («μασσαλιωτικά προϊόντα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μασσαλιώτης — ο, θηλ. Μασσαλιώτισσα και Μασσαλιώτιδα (Α Μασσαλιώτης και Μασσαλιήτης, θηλ. Μασσαλιῶτις) [Μασσαλία] ο κάτοικος τής Μασσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μασσαλία νεοελλ. (το θηλ. ως προσηγορικό) η μασσαλιώτιδα ο εθνικός ύμνος τών Γάλλων αρχ. ως… … Dictionary of Greek